-
1 καθ-ίημι
καθ-ίημι (s. ἵημι), praes. κατίει Her. 5, 16, herablassen, herunterschicken, hinuntersenden; οἶνον λαυκανίης καϑέηκα, ich schickte den Wein die Kehle hinunter, Il. 24, 641; öfter in tmesi, καϑίετε ἵππους ἐν δίναις, versenkt die Rosse in den Fluthen, als Opfer für den Flußgott, 21, 132; τὸν δ' ἀντίτολμον δέ φαμι τὸν παρβάταν τὰ πολλὰ καϑήσειν Aesch. Eum. 525; σῶμα πύργων καϑιεῖσα, von den Thürmen hinunterstürzend, Eur. Tr. 1011; καϑῆκ' ἐμαυτὸν εἰς ἅλα Hel. 1630; δι' ὀμφαλοῦ καϑῆκεν ἔγχος Phoen. 1422; ξύλον καϑῆκε παιδὸς ἐς κάρα Herc. Fur. 993; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καϑεῖσαν I. T. 333; τινὰ ἐς ὕπνον, in Schlaf versenken, Herc. Fur. 1005; εἰς ὤμους κόμας, die Haare auf die Schultern herabhangen lassen, Bacch. 694 I. T. 52; Ar. Th. 841; so auch πώγωνα, den Bart wachsen lassen, Eccl. 100, wie D. Hal. πώγωνα βαϑὺν καϑεικὼς καὶ κόμην 6, 26; im med., καϑειμένος βοστρύχους, mit lang herabwallenden Locken, Luc. D. D. 2, 2; vgl. Plut. Phoc. 10; τὸ γένειον αὐτῷ καϑεῖτο, er hatte einen langen Bart, Ael. V. H. 11, 10; τὴν κόμην μέχρι τῶν γλουτῶν καϑεῖτο D. Cass. 62, 2; – ἀγκύρας κατῆκαν, Anker auswerfen, Her. 7, 36; κατιεμένην καταπειρητηρίην, das ausgeworfene Senkblei, 2, 28; καϑῆκε τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὶ τὴν γῆν, ließ sie herunterhangen, Plat. Phaed. 61 c; τὰ δόρατα, zum Angriffe den Speer senken, Xen. An. 6, 3, 25. 27; αἱ μέν τινες τῶν νεῶν καϑεῖσαι τὰς κώπας ἐπέστησαν τοῠ πλοῦ Thuc. 2, 91, entweder die Ruder sinken lassen u. nicht rudern od. die Ruder in's Wasser stecken, um das Schiff aufzuhalten; τείχη καϑεῖναι, Mauern auf eine Strecke hin errichten, 5, 52, wie οὐ καϑεῖτο τὰ τείχη, die Mauern waren nicht über die ganze Strecke hin aufgeführt, 4, 103. – Zum Wettkampfe stellen, aussenden, ἅρματα ἑπτὰ καϑῆκα Thuc. 6, 16, ζεύγη Isocr. 16, 34; auch sc. ἑαυτόν, οἱ καϑιέντες ἐς τοὺς ἀγῶνας Luc. Al. 6, εἰς ἀγῶνα καϑείκασιν Plut. Symp. 1, 2, 3, womit D. Hal. 5, 27 εἰς κίνδυνον ἑαυτὸν καϑιέναι zu vgl. u. ὅτε Σοφοκλῆς τὴν Ναυσικάαν καϑῆκε Ath. I, 20 f; Schol. Ar. Nubb. 552; τὴν πρώτην διδασκαλίαν Plut. Cim. 8. – Med. sich gegen Einen in Bewegung setzen, anrücken, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Her. 7, 138; vgl. ἔξειμι γάρ σοι λαμπρὸς ἤδη καὶ μέγας καϑιείς, gewaltig auf dich stürzend, Ar. Equ. 428, κατὰ τὴν ἀγορὰν καϑίεσαν λογοποιούς Dem. 24, 15, u., wo keine feindliche Nebenbedeutung ist, εἰς τὸ πεδίον οὐ καϑίει τὴν δύναμιν Pol. 3, 92, 7; καϑιέναι ἐνέδρας ἐπὶ τόπους εὐκαίρους, einen Hinterhalt in geeignete Oerter legen, 4, 63, 9; ἐπί τινα σκῶμμα, einen Witz loslassen gegen Einen, Luc. de merc. cond. 34. Anders γνώμας, die Stimmen abgeben, Ar. Eccl. 397, πρόφασιν Vesp. 174, Ausflüchte machen, πεῖραν, einen Versuch machen, Ael. V. H. 2, 12. – Die Stimme sinken lassen, τὸ καϑειμένον τῆς φωνῆς Hdn. 5, 2, 7. – Intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, Plat. δυνατὸν δ' ἐστὶν ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου καϑιέναι Phaed. 112 e; ἐς γόνυ, sich niederlassen, Plut. Ant. 45; ἐς Ῥόδον, dahin gelangen, Po lyaen. 5, 17, 2. S. auch die obigen Beisp. – Med. sich in Bewegung setzen, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς τὴν Ἑλλάδα Her. 7, 138.
-
2 καθιημι
ион. κᾰτίημι (fut. καθήσω, aor. καθῆκα - эп. καθέηκα, pf. καθεῖκα, inf. aor. καθεῖναι, part. καθείς; med.: praes. καθίεμαι, fut. καθήσομαι, aor. καθείμην, pf. καθεῖμαι)1) посылать (вниз), сбрасывать, свергать(κεραυνὸν χαμᾶζε, ὑψόθεν ἐέρσας Hom.; ὅπλα εἰς ἅλα Eur.)
2) опускать, бросать, забрасывать(ἄγκυραν Her.; δίκτυα Arst.; ὀθόνην ἐπὴ τῆς γῆς NT.)
σκῶμμα ἐπί τινα κ. Luc. — отпустить шутку на чей-л. счет;κ. τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὴ τέν γῆν Plat. — спустить ноги с кровати на землю;κ. τὰς κώπας Thuc. — бросить весла, перестать грести;κ. δόρατα (тж. εἰς προσβολήν) Xen. — опустить копья для атаки, т.е. взять на изготовку;κ. γνώμας Arph. — опускать (в урну, т.е. подавать) голоса3) погружать(κοντόν ἐς τέν λίμνην Her.; τινὰ εἰς ὕπνον Eur.)
κ. ἑαυτόν — погружаться, опускаться, бросаться (εἰς ἅλα Eur.; εἰς τὸ βαθύ Arst.)4) лить, выливатьσπονδὰς κ. Eur. — совершать возлияния;
οἶνον λαυκανίης κ. Hom. — проглотить вино5) med. пускаться, направляться, идти войной(ἐς πᾶσαν τέν Ἑλλάδα Her.)
6) распускать(κόμας εἰς ὤμους Eur.)
7) отпускать, отращивать(πώγωνα Arph., med. Plut.)
καθειμένος βοστρύχους Luc. — с ниспадающими кудрями8) (sc. ἑαυτόν) спускаться(μέχρι τοῦ μέσου Plat.)
9) опускаться(ἐς γόνυ Plut.)
10) продолжать, протягивать, проводить, доводитьοὐ καθεῖτο τὰ τείχη ὥσπερ νῦν Thuc. — стены не были доведены до того места, где они теперь;
ὄρη πρὸς τέν θάλατταν καθειμένα Plat. — горы, простирающиеся до моря11) (вы)пускать на арену, посылать на состязание(ἅρματα ἑπτά Thuc.; ζεύγη Isocr.)
12) представлять на конкурс, ставить на сцену(τέν πρώτην διδασκαλίαν Plut.)
13) выставлять, выдвигать(πρόφασιν Arph.)
14) (sc. ἑαυτόν) принимать участие, вступать(εἰς ἀγῶνα Plut.; ἐς τοὺς ἀγῶνας Luc.)
-
3 ζευγνυμι
1) подводить к ярму, сопрягать ярмом, запрягать, впрягать(ἵππους ὑφ΄ ἅρμασι и ὑφ΄ ἅρματα Hom.; ἐν ἅρμασι, ἐν ζυγοῖσι Aesch.)
2) запрягать, закладывать(ἅρμα Pind.; ὄχους Eur.)
τέθριππα ζεύγνυσθαι Eur. — заложить (для себя) квадриги3) взнуздывать, седлать(Πεγάσου ζεῦξαι πτερόν Arph.)
4) соединять, сочетать (браком)γάμοις ζευχθῆναι Soph. и (ἐν) γάμοις ζυγῆναι Eur. — сочетаться браком;
ἄκοιτιν ζεύξασθαι Eur. — взять себе супругу, жениться5) соединять оба берега, перекрывать мостом(ποταμόν Her.; Ἑλλήσποντον Her., Isocr.; τέν διάβασιν, sc. ποταμοῦ Plut.)
ζ. Βόσπορον Her. — построить мост через Боспор6) перебрасывать, наводить(γέφυραν Her.)
γέφυρα ἐζευγμένη ἑπτὰ πλοίοις Xen. — мост, образованный из семи соединенных судов7) сколачивать, сооружать, строить(ναῦς Hes.)
σανίδες ἐζευγμέναι Hom. — крепко сплоченные створы8) чинить(παλαιὰς ναῦς Thuc.)
9) связывать, скреплять(ἀσκοὺς δεσμοῖς Xen.)
δμωαὴ φάρη χρυσέαις ἐζευγμέναι πόρπαισιν Eur. — служанки в плащах, застегнутых золотыми застежками10) связывать, сковывать(πέδαις πόδας Plut.)
ἀνάγκῃ ζυγείς Soph. — вынужденный необходимостью, т.е. по велению рока;ζυγεὴς ὁρκίοισι Eur. — связанный клятвами;πότμῳ ζυγείς Pind. — подвластный судьбе;ζεύξασθαί τινα ἐν ὅρκοις Eur. — связать кого-л. клятвой
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek